- μοτέτο
- Μουσική σύνθεση για φωνές, γαλλικής προέλευσης, γνωστής ήδη από τον 13o αι. Εκείνη την εποχή οριζόταν ως μ. μια πολυφωνική σύνθεση, μία από τις φωνές της οποίας (συνήθως η βαθύτερη) είχε αντληθεί από κάποια εκκλησιαστική μελωδία σε λατινικό κείμενο, ενώ οι υπόλοιπες δύο ή τρεις, σε διαφορετικά και συχνά άσχετα μεταξύ τους κείμενα, συνδυάζονταν με το αρχικό, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο, όχι μόνο πολυφωνικό, αλλά και βασισμένο σε περισσότερα κείμενα. Τον 15o αι. ο όρος υποδήλωνε απλώς μια πολυφωνική σύνθεση, στην οποία δέσποζε η πιο ψηλή φωνή (σοπράνο). Καθοριστικός, στην άνθηση του μ., ήταν ο ρόλος των Σχολών Πολυφωνίας των Κάτω Χωρών, στις οποίες ανήκαν ή από τις oποίες επηρεάστηκαν οι Γκιγιόμ Ντιφέ, Γιαν Όκεγκεμ, Ζοσκέν Ντιπρέ, Τζοβάνι ντα Παλεστρίνα, Κρίστομπαλ Μοράλες κ.ά. Η χρήση μουσικών οργάνων χαρακτηρίζει το μ. της Αναγέννησης, στα πλαίσια του οποίου ο Μέρουλο, οι δύο Γκαμπριέλι και ο Χάινριχ Σιτς προσέφεραν στον Κλαούντιο Μοντεβέρντι τα ποιητικά συστατικά της σύνθεσης. Ο τελευταίος προέβη στην περαιτέρω επεξεργασία αυτών των συστατικών, παρεμβάλλοντας ταυτόχρονα άριες, ρετσιτατίβα και ενδιάμεσα κομμάτια ενόργανης μουσικής. Σημαντική είναι η προβολή του μ. στη γερμανική Εκκλησία, όπου βασιζόταν συνήθως σε ύμνους, ενώ με τον Μπαχ έφθασε στη μέγιστη απόδοσή του· είναι γνωστά τα χορωδιακά μ. του Μπαχ, τα οποία εκτελούνταν με τη συνοδεία οργάνων. Αυτό το μουσικό είδος, συνδεόμενο με ακριβείς και σαφείς θρησκευτικές αντιλήψεις, επικράτησε στον χώρο της μουσικής μέχρι τον 18o αι. (ο Μότσαρτ συνέθεσε μερικά μ., εκ των οποίων γνωστότερο είναι το Ave Verum). Τον 19o αι. το μ. κίνησε το ενδιαφέρον των Μέντελσον, Ρεζέ, Φρανκ και ιδιαίτερα του Άντον Μπρούκνερ.
* * *το μουσ. είδος πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης συνοδευόμενης ή μη από όργανα, που έχει υποστεί πολλές μεταμορφώσεις μέσα σε διάστημα πολλών αιώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motetto, υποκορ. τού motto < γαλλ. mot «λέξη»].
Dictionary of Greek. 2013.